- ξαναπερνώ
- -άω1. διέρχομαι εκ νέου, περνώ πάλι2. περνώ ξανά ένα αντικείμενο διά μέσου οπής ή κοιλότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… … Dictionary of Greek
αντιπερνώ — ( άω) (Μ ἀντιπερῶ, άω) περνώ στο απέναντι μέρος, όχθη, ακτή νεοελλ. περνώ συχνά, περνώ και ξαναπερνώ … Dictionary of Greek